πεζογραφώ

πεζογραφώ
(ε) αμετ. быть прозаиком; писать прозой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεζογραφώ" в других словарях:

  • πεζογραφώ — πεζογραφῶ, έω, ΝΑ [πεζογράφος] γράφω σε πεζό λόγο, είμαι πεζογράφος …   Dictionary of Greek

  • πεζογραφώ — γράφω σε πεζό λόγο ή πεζά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζογράφῳ — πεζογράφος prose writer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζογράφημα — το γραπτό έργο σε πεζό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογραφώ. Η λ. στον πληθ. πεζογραφήματα μαρτυρείται από το 1894 στον Κ. Κρυστάλλη] …   Dictionary of Greek

  • πεζολογώ — έω, ΝΜ [πεζολόγος] μιλώ ή γράφω σε πεζό λόγο, πεζογραφώ νεοελλ. μιλώ ή γράφω χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»